ΔΩΡΟΣ ΛΟΪΖΟΥ, ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ, ΕΝΑΣ ΑΔΙΚΟΧΑΜΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Ένας ποιητής κινείται ανάμεσα μας.

Προσοχή!

Όπου κι αν τον συναντήσετε,

Πυροβολήστε

χωρίς προειδοποίηση.

Είναι επικίνδυνος!

Ποιητής, λογοτέχνης, ζωγράφος, ερασιτέχνης ηθοποιός, άνθρωπος των ανατροπών και έντονα πολιτικοποιημένος, ο Δώρος ήταν προετοιμασμένος για τη ζωή, αλλά και για τον θάνατο. Η ευαισθησία του ως ποιητής και ανθρώπου των τεχνών σε συνδυασμό με την πολιτική του δράση σε ένα χώρο με δυναμική αντίληψη των δεδομένων, δημιουργούσε μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα που έβλεπε διαφορετικά το μέλλον, που έβλεπε διαφορετικά τη ζωή.

Ο Δώρος Λοΐζου είχε μία σύντομη, αλλά γεμάτη ζωή. Πρόλαβε να ζήσει τις πιο έντονες στιγμές της χώρας του. Αγώνες μεγάλοι και καθημερινοί. Βίωσε προσωπικά πολιτικές και ιδεολογικές αναζητήσεις. Στη διαδρομή του αυτή δεν είχε επιλέξει την ήρεμη, την “κανονική” ζωή της απάθειας, της επιδερμικότητας, που ήταν και είναι, ίδιον της κυπριακής κοινωνίας. Γι’ αυτό και αναμετρήθηκε με το θάνατο πολλές φορές, αλλά δεν παραδόθηκε ποτέ. Δολοφονήθηκε για τις ιδέες και τη δράση του στις 30 Αυγούστου 1974. Το Δώρο πρέπει να τον σκιαγραφήσει κανείς, να τον περιγράψει λαμβάνοντας υπόψη την περίοδο που έχει ζήσει και δράσει. Αλλά όχι μόνο. Γιατί ο Δώρος Λοΐζου ήταν προχωρημένος για την εποχή του. Αντιγράφω από μια μπροσούρα που εκδόθηκε για την 19η επέτειο από το θάνατο του. Γραμμένο από κάποιον, ο οποίος τον έζησε, τον γνώριζε καλά.

«Αν θα έπρεπε να δοκιμάσουμε ένα αρχικό χαρακτηρισμό του Δώρου Λοΐζου, θα λέγαμε τούτα: Ο Δώρος ήταν από τους λίγους εκείνους που την πυρωμένη τους εσωτερική επανάσταση δεν την ξεδιακρίνεις στις εξωτερικές αντιδράσεις τους, έστω κι εάν έχεις την τύχη να τους ζήσεις από κοντά. Είναι από τους απλούς εκείνους που τη ζωή διαβαίνουν χωρίς τυμπανοκρουσίες και κάθε λογής θορύβους. Είναι από τους διαλεχτούς εκείνους που την πολυδιάστατη αξία τους τη συνειδητοποιείς άμα τους χάσεις.

»Πόσο παράξενο αλήθεια που τόσο καιρό δεν τον υποψιαστήκαμε; Κι ερχόμαστε τώρα να πελαγοδρομήσουμε στο βάθος της εξωτερικής και εσωτερικής ιστορίας του, να εξαφανιστούμε μέσα στην προσπάθεια μας να βυθομετρήσουμε την απύθμενη του υπόσταση ‘θέλω ν’ απλώσω να γίνω απέραντος, απύθμενος’, έγραψε νωρίς ο ίδιος και τα κατάφερε…». Αυτά γράφτηκαν από ένα φίλο του χρόνια μετά το θάνατο του, ο οποίος δεν υπογράφει το κείμενο.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ

ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Ο Δώρος Λοΐζου ήταν Κύπριος ποιητής, καθηγητής και πολιτικός. Γεννήθηκε στις 23 του Φλεβάρη 1944. Ως μαθητής του Παγκυπρίου Γυμνασίου έζησε την ανάταση του απελευθερωτικού αγώνα, μυήθηκε στη νεολαία της ΕΟΚΑ, συμμετείχε ως μικρό παιδί στις μαχητικές μαθητικές αντιβρετανικές διαδηλώσεις. Όταν είχαν γίνει τα επεισόδια στη Σεβέρειο, την περίοδο της ΕΟΚΑ, ο Δώρος είχε συλληφθεί από τους Άγγλους. Ήταν μαθητής τότε. Κι όταν φοιτούσε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, ο Δώρος συμμετείχε ενεργά στη νεολαία της ΕΟΚΑ, την ΑΝΕ.

Υπηρέτησε στη μόλις ιδρυθείσα Εθνική Φρουρά, το 1964. Ο πατέρας του τού έλεγε να σπουδάσει ξενοδοχειακά, επειδή ο θείος ο Λούης είχε το τουριστικό γραφείο. Κι έτσι, ξεκίνησε να σπουδάζει με υποτροφία στη Ρόδο. Αλλά ήταν η εποχή που είχε γίνει η Χούντα και πιεζόταν πολύ στην Ελλάδα. Αντιδρούσε. Αποβλήθηκε τελικά από τη Σχολή επειδή, σε μία γιορτή, είχε καλύψει τη φωτογραφία του βασιλέα. Επέστρεψε μετά στην Κύπρο το 1968, τέλειωσε το στρατιωτικό του κι ύστερα πήγε στην Αμερική, στη Βοστώνη για να σπουδάσει ιστορία. Τα «πιστεύω» του τα βρήκε στην ΕΔΕΚ. Γι’ αυτό και αρθρογραφούσε στα «Νέα», στη «Σοσιαλιστική Έκφραση» και στον «Ανεξάρτητο», μαζί με τον Ρένο Πρέντζα. Αποφοίτησε με διάκριση το 1972.

Επιστρέφοντας στην Κύπρο, νυμφευμένος από τον Οκτώβριο του 1971 με τη Βαρβάρα, ήταν πια ώριμος και κατασταλαγμένος και είχε καταφέρει να καλλιεργήσει τα παιδικά και νεανικά του ταλέντα και την κλίση στην ποίηση, το θέατρο, τη ζωγραφική, τη συμμετοχή στα κοινά, την ενασχόληση με την πολιτική και τη δημοσιογραφία. Το 1972-1974 εργάζεται σαν καθηγητής στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας. Αρχίζει να εμπλέκεται στο πολιτικό γίγνεσθαι της πατρίδας του ενεργά και μαχητικά.

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ

Την 1η Αυγούστου τον είχαν ήδη συλλάβει άντρες της ΕΟΚΑ Β’, αλλά τους απείλησε η γυναίκα του, η οποία ήταν πολίτης των ΗΠΑ, ότι θα τους καταγγείλει στην αμερικανική πρεσβεία, διότι είχε και διεθνή δημοσιογραφική ταυτότητα. Και έτσι τον είχαν αφήσει τότε ελεύθερο. Αλλά ήδη είχε στοχοποιηθεί. Το βράδυ της 29ης Αυγούστου 1974 ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ Βάσος Λυσσαρίδης, ο οποίος μετακινείτο για λόγους ασφαλείας από το ένα σπίτι στο άλλο, διανυκτέρευσε στο σπίτι του Οργανωτικού Γραμματέα της ΕΔΕΝ Δώρου Λοΐζου. Το πρωί της 30ης Αυγούστου 1974, στις 8:30, ο Δώρος Λοϊζου ανέλαβε να μεταφέρει τον Βάσο Λυσσαρίδη στο γραφείο του στην οδό Κων/νου Παλαιολόγου, στο κέντρο της Λευκωσίας. Καθώς το αυτοκίνητο με οδηγό τον Δώρο, συνοδηγό τη σύζυγό του Βαρβάρα και στο πίσω κάθισμα τον Βάσο Λυσσαρίδη, περνούσε από τη γέφυρα της οδού Κάννιγκος (σήμερα οδός Δώρου Λοΐζου), ο Δώρος, , είχε γυρίσει και είχε πει στον Λυσσαρίδη: «Παρακολουθούν μας, είναι ένα αυτοκίνητο χωρίς νούμερα, πίσω μας».

Όταν πια έφτασαν στο «ΟΧΙ», ξεκίνησαν οι σφαίρες. Δέχθηκεαν τα πυρά τριών οπλοφόρων που διέφυγαν με δύο αυτοκίνητα. Τα πυρά των αυτομάτων δεν βρήκαν τον κύριο τους στόχο, που ήταν ο Βάσος Λυσσαρίδη, αλλά τραυμάτισαν θανάσιμα τον Δώρο Λοΐζου. Ο Οργανωτικός Γραμματέας της ΕΔΕΝ δέχθηκε μεγάλο αριθμό σφαιρών στο κεφάλι και πέθανε ακαριαία. Από το καταιγισμό ριπών, τρεις περαστικοί τραυματίστηκαν και ο ένας από αυτούς, ο Χρυσήλιος Μαυρομάτης, υπέκυψε αργότερα στα τραύματα του. Ο Βάσος Λυσσαρίδης τραυματίστηκε από τα σπασμένα γυαλιά του αυτοκινήτου και είχε αιμορραγία ενώ η Βαρβάρα Λοΐζου έπαθε νευρικό κλονισμό.

Η ΟΜΙΧΛΗ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΡΑΣΤΕΣ

Κι όμως, σε αυτές τις συνθήκες της εθνικής συμφοράς βρέθηκαν χέρια Ελλήνων Κυπρίων να οπλίσουν τη σκανδάλη των όπλων για να δολοφονήσουν τον Βάσο Λυσσαρίδη και τη συνοδεία του, την πρώτη μέρα που θα επέστρεφε στο γραφείο του μετά το πραξικόπημα. Και να σκοτώσουν, τελικώς, τον Δώρο Λοΐζου και τον περαστικό Χρυσήλιο Μαυρομμάτη. Την ώρα που οι κατακτητές νέμονταν τα λάφυρά τους, την Κερύνεια, τη Μόρφου, την Καρπασία και την Αμμόχωστο και στον Πενταδάκτυλο ανέμιζε η σημαία με το μισοφέγγαρο, στο κέντρο της Λευκωσίας στηνόταν δολοφονικό καρτέρι μισαλλοδοξίας και αδελφοκτόνου μίσους, σε μια τραγική κορύφωση των πιο μαύρων σελίδων της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας. Το πρωτεύον ήταν, για εκείνους, η συνέχιση του αιματοκυλίσματος και η ολοκλήρωση της καταστροφής της πατρίδας.

«Ξέρω ποιοι σκότωσαν τον Δώρο, αλλά τότε δεν μπορούσα να μιλήσω για τους δολοφόνους γιατί φοβόμουνα» είχε αναφέρει η σύζυγός του. Και ο Λυσσαρίδης σημειώνει στις μαρτυρίες του: «Είναι οι γνωστοί-άγνωστοι δολοφόνοι». Ο πατέρας, μάλιστα, του ποιητή είχε πάει να δει τον Μακάριο, μετά τα γεγονότα. Του είπε: «Ξέρετε, Μακαριότατε, ποιοι εσκότωσαν τον γιο μου;». «Ξέρω, ξέρω…», του απάντησε ο Μακάριος. «Ε, αφού ξέρεις, να τους φέρεις μπροστά μου. Να πάρω δικαιοσύνη». «Σιγά σιγά, θα τα δούμε όλα», του είπε ο Μακάριος. Μία κοπέλα, η οποία μαρτύρησε, δύο μέρες μετά τη δολοφονία βρέθηκε πνιγμένη μέσα στο μπάνιο της, «από ηλεκτροπληξία». Σύμφωνα δε με τη μαρτυρία του Ηρακλή Χατζηρακλέους, που είχε την εφημερίδα «Ελεύθερος Λαός», η CIA πλήρωσε τότε εννέα χιλιάδες λίρες – πολλά χρήματα για την εποχή εκείνη. Αν αναλογιστεί κανείς πως ο Λυσσαρίδης ήταν επικηρυγμένος για δώδεκα χιλιάδες λίρες, τότε γίνεται αντιληπτή αυτομάτως και η αξία του ποιητή. Η επιταγή βγήκε από την Αμερική. Και εξαργυρώθηκε!

Για άλλοθι στους υπόπτους και προσπάθεια συγκάλυψης του εγκλήματος έκανε λόγο ο Κώστας Βενιζέλος αναφορικά με το γιατί δεν οδηγήθηκε η υπόθεση της δολοφονίας ενώπιον Δικαιοσύνης. Υπήρξε μόνο μια σύλληψη. Η εν λόγω σύλληψη διήρκησε μόλις 24 ώρες. Ο ίδιος είπε ότι όταν ολοκλήρωσε το βιβλίο του αναφέρθηκε σε τρία ονόματα. Τα ονόματα αυτά τα είχε πει το 1976 στη Βουλή ο Βάσος Λυσσαρίδης. Όταν έκανε την έρευνα αιτήθηκε πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης με επιστολή του στον ίδιο τον Αρχηγό της Δύναμης. Η απάντηση ωστόσο ήταν αρνητική αφού όπως του αναφέρθηκε η υπόθεση είναι ανοικτή.

Τον Ιανουάριο του 2019 συνέχισε, με επιστολή του στον Γενικό Εισαγγελέα ζητούσε να μάθει κατά πόσο θα μπορούσε ουσιαστικά να ανοίξει εκ νέου η υπόθεση. Λόγω της αφυπηρέτησης του τέως Γενικού δεν κατέστη δυνατό κάτι τέτοιο (λόγω χρόνου), σκοπεύει να αποστείλει εκ νέου επιστολή στον νέο Γενικό με την ελπίδα ότι η υπόθεση αυτή δεν θα μείνει στα αζήτητα.

Η ΚΗΔΕΙΑ

Την επόμενη μέρα έγινε η κηδεία του Δώρου Λοΐζου και, όπως γράφει ο Τύπος της εποχής, κατά τη μεταφορά του νεκρού σώματος του Δώρου από το σπίτι του στο ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπου θα γινόταν η νεκρώσιμη ακολουθία, «στα πεζοδρόμια πλήθη κόσμου χαιρετούσαν το μεγάλο νεκρό». Χιλιάδες κόσμου είχε συγκεντρωθεί ! Η πομπή έγινε από το «ΟΧΙ» ώς το κοιμητήριο. Κρατούσαν λουλούδια, έλεγαν συνθήματα, τραγουδούσαν – ήταν σαν μια μεγάλη διαδήλωση, όπως και εκείνος θα το επιθυμούσε.

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ

Ποιητής, λογοτέχνης, ζωγράφος, ερασιτέχνης ηθοποιός, άνθρωπος των ανατροπών και έντονα πολιτικοποιημένος, ο Δώρος ήταν προετοιμασμένος για τη ζωή, αλλά και για τον θάνατο. Η ευαισθησία του ως ποιητής και ανθρώπου των τεχνών σε συνδυασμό με την πολιτική του δράση σε ένα χώρο με δυναμική αντίληψη των δεδομένων, δημιουργούσε μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα που έβλεπε διαφορετικά το μέλλον, που έβλεπε διαφορετικά τη ζωή.

Ως πότε πια να κάθομαι

να γεμίζω τα χαρτιά με μελάνι

να πνίγομαι μέσα σε φτωχές αναμνήσεις;

Τί μου στέλνεις τούτα τα πρόσωπα

που ν’ αγαπήσουν, ούτε ν’ αγαπηθούν ξέρουν;

που δε μπορούν ν’ αγαπήσουν

ούτε τα μάτια μου, ούτε την ποίηση;

τί μου τα στέλνεις

και μου γεμίζουν τα χέρια αγκάθια

το πουκάμισο κόκκινους λεκέδες

τη ψυχή μου μουχλιασμένα σύννεφα;

ΜΑ ΩΣ ΠΟΤΕ ΠΙΑ!

 Δώρος Λοΐζου

Ο Δώρος ήταν από τους λίγους εκείνους που την πυρωμένη τους εσωτερική επανάσταση δεν την διακρίνεις στις εξωτερικές αντιδράσεις τους, έστω κι εάν έχεις την τύχη να τους ζήσεις από κοντά. Είναι από τους απλούς εκείνους που τη ζωή διαβαίνουν χωρίς τυμπανοκρουσίες και κάθε λογής θορύβους. Είναι από τους διαλεχτούς εκείνους που την πολυδιάστατη αξία τους τη συνειδητοποιείς άμα τους χάσεις. Πόσο παράξενο αλήθεια που τόσο καιρό δεν τον υποψιαστήκαμε; Κι ερχόμαστε τώρα να πελαγοδρομήσουμε στο βάθος της εξωτερικής και εσωτερικής ιστορίας του, να εξαφανιστούμε μέσα στην προσπάθεια μας να βυθομετρήσουμε την απύθμενη του υπόσταση ‘θέλω ν’ απλώσω να γίνω απέραντος, απύθμενος’, έγραψε νωρίς ο ίδιος και τα κατάφερε.

Ο Δώρος Λοΐζου έγραφε ποιήματα από μικρός αν και δεν συνήθιζε να τα απαγγέλλει – ορισμένα μόνο. Η ζωή ολόκληρη του ήταν η ποίηση και το τραγούδι: Χατζιδάκι, Μούτση, Θεοδωράκη, το «Φορτηγό» του Σαββόπουλου, Μάνο Λοΐζο, Κώστα Χατζή, πολλή κλασική μουσική -κυρίως Τσαϊκόφσκι, Βιβάλντι και Μότσαρτ- μέχρι και Olympians, Γιώργο Μουζάκη, Δαλιδά, John Lennon και Beatles. Μαζί με τον αδελφικό του φίλο, τον Γιώργο Νικολάου, έπαιζαν μονίμως κιθάρα και τραγουδούσαν.

Τα πρότυπα του ήταν ο Τσε Γκεβάρα, ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Νίτσε, ο Μίκης Θεοδωράκης. Τη μέρα της δολοφονίας του, κατά τραγική ειρωνεία, μέσα στο αυτοκίνητο, ο Δώρος τραγουδούσε εκείνο το τραγούδι του Θεοδωράκη που λέει: «Ήταν πρωί του Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή / βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη / βλέπω μια κόρη κλαίει, σπαρακτικά θρηνεί / σπάσε καρδιά μου, εχάθη το γελαστό παιδί…».

Συνήθως έγραφε για την ελευθερία, για την πατρίδα αλλά και για τον έρωτα. Από τότε το έλεγε η καρδιά του! Συνήθιζε να λέι στην αδελφή του: «Να κοιμάσαι πολύ λίγο, γιατί ο ύπνος είναι χάσιμο από τη ζωή!». Και «να ζεις την κάθε στιγμή σαν να ‘ναι η τελευταία. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις…».

Share